ισοετής

ισοετής
-ές (Α ἰσοετής, -ές)
ομήλικος, ίσος στα χρόνια
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. το ισοετές
γένος φυτών τής τάξης ισοετώδη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοετές
το φυτό αείζωον το μικρόν που ταυτίζεται με το σημερ. είδος Sempervivo tectorum.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -ετής (< ἔτος), πρβλ. δεκα-ετής, επτα-ετής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοετῆ — ἰσοετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοετής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοετεῖς — ἰσοετής masc/fem acc pl ἰσοετής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισοέτηρος — ἰσοέτηρος, ον (Α) ισοετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ετ (< ἔτος) + ηρος* (πρβλ. τρι έτ ηρος)] …   Dictionary of Greek

  • οιέτης — οἰέτης, ες (Α) (ποιητ. τ. αντί ομοέτης) συνομήλικος, ισοετής («οἰέτεας ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀFετης < ὀ * (Ι) + έτης < ἔτος (πρβλ. ομο έτης), με μετρική έκταση τού ο σε οι . Τύπος με ο μαρτυρείται στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”