- ισοετής
- -ές (Α ἰσοετής, -ές)ομήλικος, ίσος στα χρόνιανεοελλ.βοτ. το ουδ. ως ουσ. το ισοετέςγένος φυτών τής τάξης ισοετώδηαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοετέςτο φυτό αείζωον το μικρόν που ταυτίζεται με το σημερ. είδος Sempervivo tectorum.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -ετής (< ἔτος), πρβλ. δεκα-ετής, επτα-ετής].
Dictionary of Greek. 2013.